Παρασκευή, 25 Οκτωβρίου 2013
ΟΞΩ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΕΜΠΡΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ! (Μικρή απότιση φόρου τιμής στα γηρατειά της Ελλάδας)
Η γιαγιά μου είναι 80κάτι ετών. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στα 1925. Για την εποχή της ανήκε στην πεφωτισμένη πρωτοπορία. Καταγόμενη από ευκατάστατη οικογένεια βλάχων της Πίνδου, υπήρξε από τις ελαχιστότατες τότε γυναίκες (και άνδρες προφανώς), που μπόρεσαν να τελειώσουν το εξατάξιο Γυμνάσιο. Γνώριζε και μιλούσε μέχρι και τη γαλλική.
Τα φιλόδοξά σχέδιά της να μπει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και να σπουδάσει Φαρμακευτική, δεν έλεγαν να ευοδωθούν όμως από το συντηρητικό πατέρα της, ο οποίος -όπως χαρακτηριστικά μου ανέφερε η γιαγιά- της αντέτεινε «Μόνο κορίτσι, πού θα πας να σπουδάσεις στην Αθήνα.. Αποκλείεται!».
Έτσι η γιαγιά έμεινε με τα όνειρα και τις φιλοδοξίες και παντρεύτηκε τον παππού τον κτηνοτρόφο – «τσομπάνη». Έκαναν πέντε παιδιά και τα μεγάλωσαν με τις χίλιες δυο κακουχίες και δυσκολίες. Τα παιδιά διέπρεψαν, προχώρησαν στην προσωπική κι επαγγελματική τους ζωή, έκαναν με τη σειρά τους οικογένειες.
Η γιαγιά ακάματη. Να μεγαλώνει τα παιδιά, κι όταν αργότερα ο παππούς παράτησε τα πρόβατα κι έπιασε τα χωράφια, εκτός από τα παιδιά, «μεγάλωνε» και τους εργάτες. Τη θυμάμαι ολόκληρες ώρες στην κουζίνα κάθε ώρα της ημέρας, ακόμη και τα ξημερώματα, να μαγειρεύει και για τα παιδιά και για τους «εργάτες και τις εργατίνες».
Η γιαγιά είχε ακόμη ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: έζησε όπως και πολλοί συνομήλικοί της τη γερμανική κατοχή. Κατατάχθηκε επίσης και χωρίς τη θέλησή της στη νεολαία Μεταξά. Πέρασε κοντολογίς τα μύρια όσα στη ζωή της. Είτε προσωπικά είτε κοινωνικο-πολιτικά με τα χουντικά καθεστώτα και τη γερμανική επικυριαρχία. Από επαγγελματική εξέλιξη κι εργασία φυσικά δεν μπορεί να γίνεται λόγος. Μια ζωή μάνα και σύζυγος. Σε μια αγροτική οικογένεια.
Αυτή η γιαγιά (όπως και πολλές πολλές ακόμα) δεν είχε καμιά άλλη πρόσοδο στη ζωή της εκτός από τα έσοδα της δουλειάς του παππού και στα γεράματά της την πενιχρότατη σύνταξη του ΟΓΑ. Αυτή η γιαγιά είναι αναγκασμένη να ζει τώρα με τα 250 ευρώ του ΟΓΑ και τα «τσονταρίσματα» από την οικογένεια. Αυτή η γιαγιά έχει μεγάλα θέματα υγείας, μεταξύ των οποίων και καρδιολογικά – αναπνευστικά.
Το 2008 η τότε κυβέρνηση αποφάσισε πως δεν μπορούσε να παρέχει στη συγκεκριμένη υπερήλικα τη χορήγηση οξυγόνου μέσω ειδικής συσκευής στο σπίτι. Η γιαγιά από τότε πάσχει από δύσπνοια. Φαίνεται πως για τα σχέδια των μέχρι τώρα κυβερνήσεων της Ελλάδας η γιαγιά μου, όπως και πολλές άλλες γιαγιάδες και παππούδες, «περισσεύει».
Η γιαγιά μου παρά τις όποιες δυσκολίες και τους ατελείωτους αγώνες στη ζωή της, αντί να απολαμβάνει τα όσα χρόνια της απομένουν έχοντας ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, θα πρέπει καρτερικά και με τη δύσπνοιά της να υποφέρει ακόμη έναν μεγάλο εχθρό: Την αναλγησία της κυβέρνησης. Αυτής και των προηγούμενων που πλούτισαν τους «ημετέρους» κι άφησαν στον κοινωνικό Καιάδα εκατομμύρια ελληνικού πληθυσμού.
Η γιαγιά μου τώρα δεν μπορεί να αγωνιστεί για να έχει καλύτερη ζωή. Περιμένει όμως να το πράξουμε όλοι εμείς. Ελπίζει ότι οι τωρινές γενιές θα αγωνιστούν να αποτινάξουν τη γερμανική μπότα και τους ντόπιους τοποτηρητές της, έτσι ώστε τουλάχιστον οι επόμενες γενιές να μπορούν να αναπνεύσουν τον αέρα της λευτεριάς, της κοινωνικής ευημερίας και των αξιοπρεπών γηρατειών. Αυτά δηλαδή που η ίδια δεν μπορεί πλέον να απολαύσει.